πρωθύστερος

πρωθύστερος
-η, -ο
1. αυτός που μπαίνει πρώτος, ενώ έπρεπε ν' ακολουθεί.
2. στη γραμμ. πρωθύστερο σχήμα ή πρωθύστερο, σχήμα λόγου όπου οι λέξεις δεν μπαίνουν στη φυσική τους σειρά, π.χ. Ξεντύθηκε, ξεζώθηκε και στο πηγάδι μπήκε, αντί ξεζώθηκε, ξεντύθηκε...

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωθύστερος — hindmost foremost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωθύστερος — η, ο / πρωθύστερος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προτάσσεται ενώ θα έπρεπε να επιτάσσεται, που τίθεται πρώτος ενώ θα έπρεπε να έπεται 2. φρ. «πρωθύστερο σχήμα» ή απλώς «το πρωθύστερο» (ενν. σχήμα) γραμμ. σχήμα λόγου κατά το οποίο προτάσσεται ένας όρος ή… …   Dictionary of Greek

  • πρωθυστέρως — πρωθύστερος hindmost foremost adverbial πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωθύστερον — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem acc sg πρωθύστερος hindmost foremost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωθυστέρου — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωθυστέρους — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωθυστέρῳ — πρωθύστερος hindmost foremost masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωθύστερα — πρωθύστερος hindmost foremost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • υστερόπρωτος — ον, Α 1. πρωθύστερος 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. υστερόπρωτο. επίρρ... ὑστεροπρώτως Α κατά πρωθύστερο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + πρῶτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”